- ταχυτάς
- ταχυτά̱ς , ταχυτήςquicknessfem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ταχυτής — ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, ᾱτος, Α [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.) 2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή … Dictionary of Greek